ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER ΤΗΣ PROSLIPSIS.GR
Μάθετε πρώτοι τα νέα ...

  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
 

 
Βάλτε Αγγελία      Δείτε Αγγελίες      Newsletters       
  Επικοινωνία     
 
 
 
 
 
 
 
 



 
  Επικαιρότητα Επιστροφή    
Κορονοϊός: Το Πανεπιστήμιο Αθηνών για τις εξελίξεις γύρω από την πανδημία του ιού SARS-CoV-2

Proslipsis.gr | Αθήνα 19.7.2021, 09:00

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών συνεχίζει με συνέπεια να παρουσιάζει στο ευρύ κοινό τις τελευταίες εξελίξεις στην αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού SARS-CoV-2.


Πιό ασφαλές το άνοιγμα των σχολείων με μάσκα και καλύτερο εξαερισμό
Με βάση μία έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, η χρήση μάσκας και ο καλύτερος εξαερισμός στις σχολικές μονάδες εγγυώνται την ασφαλέστερη λειτουργία τους, μειώνοντας τον κίνδυνο διασποράς του ιού SARS-CoV-2.  

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τις συστάσεις για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων. 

Υπάρχουν δεδομένα που υποστηρίζουν, ότι, όταν το προσωπικό των σχολείων και οι καθηγητές φορούν μάσκα, μειώνονται τα κρούσματα COVID-19 κατά 37%. Όταν ήταν απαραίτητο οι μαθητές να φορούν μάσκα, η μείωση στα κρούσματα ήταν στο 21%. Η βελτίωση του αερισμού των χώρων με ανοιχτά παράθυρα και πόρτες, και σύστημα εξαερισμού μείωσε τα κρούσματα κατά το ένα τρίτο, σε σχέση με σχολεία που δεν τήρησαν αυτές τις συνθήκες αερισμού. Η δυνατότητα εξυγίανσης του αέρα είτε με ακτινοβολία UV είτε με υψηλής ποιότητα φίλτρα μείωσε τα κρούσματα στο μισό, αλλά ακόμα και χωρίς τα μέσα αυτά η βελτίωση του εξαερισμού αποδείχτηκε ωφέλιμη και με συμβατικά μέσα. Παρόλο που τα παιδιά άνω των 12 ετών είναι πλέον σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες ασφαλές να εμβολιαστούν, το Center Disease Control  των ΗΠΑ συνιστά τη λήψη πολυεπίπεδων μέτρων για ένα ασφαλές άνοιγμα των σχολείων, όπως η γενικευμένη χρήση μάσκας, ο καλός εξαερισμός και ο εμβολιασμός όσων είναι κατάλληλοι να εμβολιαστούν. 

Μέχρι να μπορέσουν όλα τα παιδιά άνω των 12 ετών, ή και τα μικρότερα να εμβολιαστούν η χρήση μάσκας είναι καθοριστικής σημασίας μέτρο πρόληψης. 


Παρατεινόμενα συμπτώματα της νόσου COVID-19 σε παιδιά και εφήβους
Τα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν μεταλοιμώδες σύνδρομο μετά από λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2 αλλά δεν είναι γνωστό σε τί ποσοστό μπορεί να εμφανίσουν παρατεινόμενα συμπτώματα. Τα διαθέσιμα δεδομένα είναι μέχρι στιγμής περιορισμένα και η επίπτωση των παρατεινόμενων συμπτωμάτων (long COVID) στα παιδιά είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Η συχνότητα που έχει αναφερθεί  στη διεθνή  βιβλιογραφία κυμαίνεται από 0% έως και 27% και εξαρτάται κυρίως από τη βαρύτητα της νόσησης κατά την οξεία φάση της νόσου COVID-19, τη μεθοδολογική προσέγγιση (κλινική αξιολόγηση έναντι συμπλήρωσης ερωτηματολογίων), την επιβεβαίωση της λοίμωξης από ιό SARS-CoV-2, τα υποκείμενα νοσήματα  και το διάστημα της παρακολούθησης των παιδιών.  

Στη μελέτη Ciao Corona που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA  μελετήθηκαν τα παρατεινόμενα συμπτώματα μετά από λοίμωξη από ιό SARS-CoV-2 (θετικό τεστ) σε παιδιά και εφήβους εντός 6 μηνών από την αρχική λοίμωξη. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ελένη Κορομπόκη, Μαρία Γαβριατοπούλου, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι πρόκειται για μια προοπτική μελέτη παρατήρησης στην οποία εντάχθηκαν μαθητές από 55 σχολεία στην περιοχή της Ζυρίχης στην Ελβετία. 

Στην Ελβετία την περίοδο 2020-2021 τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα του σχολείου με φυσική παρουσία, με μέτρα προστασίας, εκτός από την περίοδο του εθνικού lockdown μεταξύ Μαρτίου και Μάϊου 2020. 
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ του Ιουνίου 2020 και Απριλίου 2021 και το δείγμα των παιδιών που συμμετείχαν επιλέχθηκε τυχαία. Τα παιδιά υποβλήθηκαν σε ορολογικά τεστ ανίχνευσης αντισωμάτων και οι γονείς συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για πιθανά συμπτώματα σχετιζόμενα με τη νόσο COVID-19.

Στη μελέτη συγκρίθηκαν τα παιδιά που είχαν αναπτύξει αντισώματα με τα παιδιά που είχαν αρνητικό τεστ αντισωμάτων. Εξαιρέθηκαν από τη μελέτη τα παιδιά που είχαν αρνητικό τεστ τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο 2020 και ανέπτυξαν αντισώματα τον Μάρτιο ή Απρίλιο 2021 ή δεν ήταν δυνατό να επανελεγχθούν. Οι γονείς των παιδιών που εντάχθηκαν στη μελέτη, κλήθηκαν να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια σχετικά με σχετιζόμενα συμπτώματα διάρκειας τουλάχιστον 4 εβδομάδων καθώς και εάν τα συμπτώματα διήρκησαν πάνω από 12 εβδομάδες. 

Συνολικά 1.355 από 2.503 παιδιά (54%) (μέση ηλικία 11 έτη) που υποβλήθηκαν σε έλεγχο αντισωμάτων τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο 2020 εντάχθηκαν στη μελέτη.
 
Η μελέτη έδειξε ότι 4 από 109 παιδιά με θετικό τεστ (4%) έναντι 28 από 1246 παιδιά (2%) ανέφεραν τουλάχιστον ένα σύμπτωμα διάρκειας πάνω από 12 εβδομάδες. Τα πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα ήταν κόπωση (3%), δυσκολία συγκέντρωσης (2%) και αυξημένες ανάγκες σε ύπνο (2%). Κανένα από τα παιδιά με θετικό τεστ και εμμένοντα συμπτώματα δεν χρειάστηκε νοσηλεία.

Συμπερασματικά, η μελέτη έδειξε ότι η συχνότητα ανεύρεσης συμπτωμάτων συμβατών με παρατεινόμενη νόσο COVID (long COVID) σε ένα τυχαία επιλεγμένο δείγμα παιδιών εντός 6 μηνών από το θετικό τεστ αντισωμάτων ήταν χαμηλή.


Η θεραπεία με remdesivir δεν βελτιώνει την επιβίωση και ίσως αυξάνει την διάρκεια νοσηλείας σε ασθενείς με COVID-19
Η θεραπεία με remdesivir αποτελεί μια από τις εγκεκριμένες θεραπείες για την αντιμετώπιση της COVID-19 σε ασθενείς με σοβαρή που χρειάζονται νοσηλεία. Σε μια μελέτη από τις ΗΠΑ όμως, που δημοσιεύθηκε στο  ιατρικό περιοδικό JAMA η αποτελεσματικότητά της αμφισβητείται, τόσο όσον αφορά στην επίδραση της στην επιβίωση (που ούτως ή άλλως δεν έχει αποδειχθεί) αλλά και όσον αφορά στην επίδραση στην συντόμευση της νοσηλείας. 

Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι αυτή η αναδρομική μελέτη κοόρτης χρησιμοποίησε δεδομένα από τη Veterans Health Administration (VHA) (νοσοκομεία που νοσηλεύουν κυρίως αποστράτους) από 123 νοσοκομεία, και αφορούσε ασθενείς που νοσηλεύθηκαν με επιβεβαιωμένη COVID-19 από την 1η Μαΐου έως τις 8 Οκτωβρίου 2020. Έγινε  αντιστοίχιση της βαθμονόμησης της κλινικής κατάστασης των ασθενών που ξεκίνησαν θεραπεία με remdesivir με ασθενείς που δεν είχαν ξεκινήσει θεραπεία με remdesivir την ίδια ημέρα νοσηλείας.

Τα κύρια καταληκτικά σημεία της μελέτης ήταν ο θάνατος εντός 30 ημερών από την έναρξη της θεραπείας με remdesivir (ή η αντίστοιχη ημέρα νοσηλείας για τα αντίστοιχα άτομα της ομάδας ελέγχου) και χρόνος για μέχρι την έξοδο από το νοσοκομείο.

Η αρχική ομάδα περιελάμβανε 5898 ασθενείς, 2374 (40,3%) από τους οποίους έλαβαν θεραπεία με remdesivir (2238 άνδρες [94,3%]  με μέση ηλικία 67,8  έτη) και 3524 (59,7%) που δεν έλαβε ποτέ θεραπεία με remdesivir (3302 άνδρες [93,7%] με  μέση ηλικία 67  έτη]. Μετά την αντιστοίχιση της βαθμονόμησης της κλινικής κατάστασης, η ανάλυση περιέλαβε 1172 ασθενείς που έλαβαν remdesivir και 1172 μάρτυρες (άτομα στην ομάδα ελέγχου που δεν έλαβαν το φάρμακο). Οι ασθενείς που έλαβαν remdesivir και η ομάδα ελέγχου είχαν  παρόμοια χαρακτηριστικά όσον αφορά την ηλικία (μέση ηλικία 66,6  έτη έναντι 67,5  έτη), το φύλο (1101 άνδρες [93,9%] και στις δύο ομάδες), τη χρήση δεξαμεθαζόνης ( 559 [47,7%] και στις δυο ομάδες), την νοσηλεία σε μονάδα εντατικής θεραπείας (242 [20,7%] έναντι 234 [19,1%]) και χρήση μηχανικού αερισμού (διασωλήνωση) (69 [5,9%] έναντι 45 [3,8%]). 

Η θεραπεία με remdesivir δεν συσχετίστηκε με τη θνησιμότητα στις 30 ημέρες (143 λήπτες remdesivir [12,2%] έναντι 124 στην ομάδα ελέγχου κατέληξαν [10,6%], με λόγο σχετικού κινδύνου 1,06). Τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια για τα άτομα που έλαβαν δεξαμεθαζόνη έναντι αυτών που δεν έλαβαν δεξαμεθαζόνη κατά την έναρξη της θεραπείας με remdesivir. Όμως, οι ασθενείς που έλαβαν remdesivir είχαν μεγαλύτερο διάμεσο χρόνο έως την έξοδο από το νοσοκομείο σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες (6 ημέρες έναντι 3 ημερών) και αυτή η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική (P <.001).

Συνεπώς σε αυτή τη μελέτη κοορτής σε νοσηλευόμενους  βετεράνους με COVID-19, στις ΗΠΑ, η θεραπεία με remdesivir δεν συσχετίστηκε ούτε με βελτιωμένη επιβίωση αλλά αντίθετα συσχετίστηκε με παρατεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο. Συνεπώς, η τακτική χρήση του remdesivir μπορεί να σχετίζεται με αυξημένη χρήση νοσοκομειακών κρεβατιών ενώ δεν σχετίζεται με βελτιώσεις στην επιβίωση.

Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι είναι πιθανό οι κλινικοί γιατροί να μην δίνουν εξιτήριο σε ασθενείς  που διαφορετικά πληρούσαν τα κριτήρια για την έξοδο από το νοσοκομείο έως ότου ολοκληρωθεί η χορήγηση  του remdesivir, καθώς το remdesivir χορηγείται μόνο ενδοφλεβίως. 


Η αζιθρομυκίνη δεν προσφέρει όφελος στην αντιμετώπιση της COVID-19 σε ασθενείς με ήπια νόσο που δεν χρειάζονται νοσηλεία 
Η αζιθρομυκίνη είναι ένα αντιβιοτικό ευρέος φάσματος που έχει αντιφλεγμονώδεις και αντι-ιϊκές ιδιότητες και από την αρχική φάση της πανδημίας έχει υποτεθεί ότι έχει δραστικότητα έναντι του SARS-CoV-2. Η αντιφλεγμονώδης δράση της αζιθρομυκίνης ίσως θα μπορούσε να ελαττώσει τα επίπεδα των κυτταροκινών που προάγουν την φλεγμονή και θα μπορούσε να βοηθά στην πρόληψη της εξέλιξης της βλάβης των ιστών και την σοβαρή COVID-19, ειδικά εάν χορηγηθεί νωρίς στην πορεία της νόσου. 

Εάν αποδειχθεί αποτελεσματική, η αζιθρομυκίνη είναι φθηνή, ευρέως διαθέσιμη και έχει εξαιρετικό προφίλ ασφάλειας και θα ήταν ένα ελκυστικό φάρμακο  για χρήση σε μη νοσηλευόμενους ασθενείς. Εάν όμως δεν αποδειχθεί αποτελεσματικό φάρμακο, η χρήση του θα πρέπει να περιοριστεί ώστε να αποφευχθεί η ανάπτυξη αντοχής των μικροβίων σε μακρολίδες (την οικογένεια αντιβιοτικών στην οποία ανήκει η αζιθρομυκίνη) 

Στο ιατρικό περιοδικό JAMA δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα μιας τυχαιοποιημένης κλινικής δοκιμής της αζιθρομυκίνης έναντι εικονικού φαρμάκου (placebo) που διεξήχθη από τον Μάιο του 2020 έως τον Μάρτιο του 2021 στις ΗΠΑ. 

Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι η μελέτη αφορούσε  μη νοσηλευόμενους ασθενείς οι οποίοι είχαν θετικό διαγνωστικό τεστ (μοριακό τεστ ή αντιγόνου (rapid) εντός 7 ημερών από την ένταξη  και ήταν ηλικίας 18 ετών και άνω. Μεταξύ 604 ατόμων που εξετάστηκαν, οι 297 ήταν μη επιλέξιμοι, 44 αρνήθηκαν τη συμμετοχή και 263 εντάχθηκαν στην μελέτη. Οι συμμετέχοντες, οι ερευνητές και το προσωπικό της μελέτης δεν γνώριζαν την θεραπεία (αν δηλαδή ο ασθενής λάμβανε  αζιθρομυκίνη ή εικονικό φάρμακο). Η τυχαιοποίηση ήταν σε αναλογία 2: 1 είτε σε μία από του στόματος δόση 1,2 g αζιθρομυκίνης (n = 171) ή στο αντίστοιχο εικονικό φάρμακο (n = 92).

Το κύριο καταληκτικό αποτέλεσμα ήταν η απουσία συμπτωμάτων της COVID-19 την ημέρα 14 όπως αυτά θα αναφέρονταν από τους ίδιους τους ασθενείς ενώ υπήρχαν ακόμα 23 δευτερεύοντα κλινικά καταληκτικά σημεία, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για νοσηλεία την ημέρα 21 ανεξαρτήτως αιτίας.

Μεταξύ των 263 συμμετεχόντων που τυχαιοποιήθηκαν (μέση ηλικία, 43 έτη, 174 [66%] ήταν  γυναίκες) το 76% ολοκλήρωσε την κλινική δοκιμή. Η δοκιμή τερματίστηκε από την επιτροπή παρακολούθησης δεδομένων και ασφάλειας για ματαιότητα μετά την ενδιάμεση ανάλυση. Την 14η ημέρα, δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στο ποσοστό των συμμετεχόντων που δεν είχαν συμπτώματα (στο σκέλος της αζιθρομυκίνης ήταν  50% και στο σκέλος του  εικονικού φαρμάκου ήταν επίσης 50%). Από τα 23 προκαθορισμένα δευτερεύοντα κλινικά καταληκτικά σημεία, στα 18 δεν υπήρχε σημαντική διαφορά. Μέχρι την ημέρα 21, 5 συμμετέχοντες στην ομάδα της αζιθρομυκίνης χρειάστηκαν νοσηλεία σε σύγκριση με κανένα  στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Με βάση αυτή τη μελέτη η θεραπεία με μια εφάπαξ δόση αζιθρομυκίνης σε μη νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19 δεν βελτιώνει την έκβαση σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (η πιθανότητα  να είναι χωρίς συμπτώματα την ημέρα 14 ήταν ίδια), και συνεπώς η χρήση της αζιθρομυκίνης σε μη νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19 θα πρέπει να αποφεύγεται. 


Mix-and-match: εμβολιασμός με mRNA ως δεύτερη δόση μετά από εμβόλιο αδενοϊού
Η λογική του mix-and-match, δηλαδή της ολοκλήρωσης του σχήματος εμβολιασμού με διαφορετικά σκευάσματα ακούστηκε εκτεταμένα στην έναρξη της εμβολιαστικής εκστρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου. 

Πιο συγκεκριμένα, πέρυσι το Δεκέμβριο όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωνε ότι θα καθυστερήσει την δεύτερη δόση του εμβολίου με σκοπό να επιταχύνει τον εμβολιασμό με τουλάχιστον 1 δόση σε όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες επιτυγχάνοντας υψηλότερη εμβολιαστική κάλυψη σε μικρότερο χρονικό διάστημα, ανακοινώθηκε επίσης ότι αν δημιουργηθεί πρόβλημα με την διαθεσιμότητα της δεύτερης δόσης από κάποια συγκεκριμένη εταιρεία, τότε ο εμβολιασμός θα ολοκληρωνόταν με οποιοδήποτε εμβόλιο ήταν διαθέσιμο. Την περίοδο εκείνη επικράτησε σκεπτικισμός, ότι η στρατηγική αυτή δεν έχει «δοκιμασθεί» σε κλινικές μελέτες. Ωστόσο, τα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα από δεκαετίες εμβολιασμών τόσο για την καθυστέρηση των δόσεων όσο και για την αναπλήρωση δόσεων με ετερόλογα εμβόλια όλα συνηγορούν στο ότι η στρατηγική είχε ισχυρή επιστημονική βάση για την ανοσολογική αποτελεσματικότητα.

Σε πρόσφατη σύντομη δημοσίευση (correspondence) στο περιοδικό New England Journal of Medicine αναφέρονται τα πρώιμα αποτελέσματα ανοσογονικότητας μετά από ετερόλογο εμβολιασμό που ξεκίνησε με το εμβόλιο της AstraZeneca και ολοκληρώθηκε με εμβόλιο της Moderna. 

Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα αυτής της δημοσίευσης. 

Στην μελέτη όπου συμπεριλαμβάνονται 88 επαγγελματίες υγείας, οι 37 επέλεξαν να ολοκληρώσουν τον εμβολιασμό τους με το εμβόλιο της AstraZeneca, ενώ οι υπόλοιποι 51 επέλεξαν να ολοκληρώσουν τον εμβολιασμό τους με το εμβόλιο της Moderna. Η ανοσολογική απάντηση των εθελοντών που ακολούθησαν τον ετερόλογο εμβολιασμό είχαν πολύ καλό προφίλ απόκρισης και ιολογικής εξουδετέρωσης ακόμα και για το στέλεχος Βήτα για το οποίο αποκλειστικός εμβολιασμός με AstraZeneca φαίνεται ότι δεν έχει καλή απόκριση. Παρόμοια στοιχεία για το πολύ καλό προφίλ αποτελεσματικότητας μετά από ετερόλογο εμβολιασμό με AstraZeneca και Pfizer παρουσιάζονται και σε μία προδημοσίευση στον ιστοτόπου του Lancet, όπου ο συνδυασμός AstraZeneca/Pfizer είχε καλύτερο προφίλ ανοσολογικής απόκρισης σε σύγκριση με αποκλειστικό εμβολιασμό με AstraZeneca. 

Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε αναμονή περισσότερων μελετών, ωστόσο τα στοιχεία που έρχονται μέχρι στιγμής είναι πολύ ενθαρρυντικά για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των συνδυασμών των εμβολίων και συμφωνούν με τα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα από την εμπειρία δεκαετιών με εμβολιασμούς.


Μονοκλωνικά αντισώματα για την πρόληψη επιπλοκών της COVΙD-19 
Οι ασθενείς με υποκείμα νοσήματα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν σοβαρή νόσο Covid-19 σε περίπτωση λοίμωξης με τον ιό SARS-CoV-2. Ενώ η ανοσία που αναπτύσσεται μετά από εμβολιασμό απαιτεί χρόνο (4-6 εβδομάδες ή και περισσότερο), η θεραπεία με εξουδετερωτικά μονοκλωνικά αντισώματα μπορεί να παρέχει άμεση, παθητική ανοσία και μπορεί να περιορίσει την εξέλιξη της νόσου και τις επιπλοκές της.

Στο ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine δημοσιεύθηκαν σήμερα τα αποτελέσματα μιας κλινικής μελέτης φάσης 3 που αξιολόγησε ένα τέτοιο συνδυασμό μονοκλωνικών αντισωμάτων (bamlanivimab και etesevimab) έναντι του ιού SARS-CoV-2. 

Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα δεδομένα αυτής της δημοσίευσης. 

Σε αυτήν την κλινική δοκιμή φάσης 3, οι ασθενείς με ήπια ή μέτριας βαρύτητας  Covid-19, που δεν χρειάζονταν άμεση νοσηλεία και οι οποίοι εμφάνιζαν υψηλό κίνδυνο για εξέλιξη σε σοβαρή νόσο, τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1: 1, είτε να λάβουν μία μόνο ενδοφλέβια έγχυση του συνδυασμού των αντισωμάτων (2800 mg bamlanivimab και 2800 mg etesevimab, που χορηγούνται μαζί) ή εικονικό φάρμακο εντός 3 ημερών μετά από εργαστηριακή διάγνωση της COVID-19. 

Το κύριο καταληκτικό αποτέλεσμα της μελέτης ήταν η συνολική κλινική έκβαση των ασθενών, είτε ως ανάγκη για νοσηλεία που σχετίζεται με την Covid-19 ή θάνατος από οποιαδήποτε αιτία μέχρι την 29η ημέρα από την χορήγηση της θεραπείας.

Συνολικά 1035 ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν και έλαβαν είτε μια έγχυση bamlanivimab-etesevimab είτε εικονικό φάρμακο. Η μέση  ηλικία των ασθενών ήταν περίπου 54 έτη και το 52% ήταν γυναίκες. Την 29η ημέρα, 11 από τους 518 ασθενείς (2,1%) στην ομάδα που έλαβε bamlanivimab – etesevimab χρειάστηκαν νοσηλεία για Covid-19 (δεν σημειώθηκαν θάνατοι), σε σύγκριση με 36 από τους 517 ασθενείς (7,0%) στην ομάδα που έλαβε  εικονικό φάρμακο που είτε χρειάστηκαν νοσηλεία για Covid-19 ή κατέληξαν (σημειώθηκαν 10 θάνατοι). Η απόλυτη διαφορά του κινδύνου νοσηλείας ή θανάτου ήταν  4,8 εκατοστιαίες μονάδες (με διάστημα εμπιστοσύνης 95%  − 7,4 έως −2,3) και η ο λόγος του σχετικού κινδύνου ήταν ελαττωμένος κατά  70% (Ρ <0,001). Δεν σημειώθηκαν θάνατοι στην ομάδα bamlanivimab – etesevimab ενώ στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου, σημειώθηκαν 10 θάνατοι, οι 9 εκ των οποίων χαρακτηρίστηκαν από τους ερευνητές ως σχετιζόμενοι με την Covid-19. Την 7η ημέρα, στην ομάδα του  bamlanivimab συν etesevimab παρατηρήθηκε μεγαλύτερη μείωση του ιϊκού φορτίου σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν έλαβαν εικονικό φάρμακο. Συνεπώς, μεταξύ ασθενών με υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουν επιπλοκές που απαιτούν νοσηλεία, ο συνδυασμός bamlanivimab με etesevimab ελάττωσε σημαντικά την πιθανότητα νοσηλείας και θανάτου που σχετίζεται με την Covid-19 ενώ επιτάχυνε τη μείωση του ιϊκού φορτίου του SARS-CoV-2 σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
Όμως, αυτή η μελέτη διενεργήθηκε  πριν από την εμφάνιση παραλλαγών του ιού SARS-CoV-2 που πιθανά επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των μονοκλωνικών αντισωμάτων.  Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι ορισμένες παραλλαγές του ιού, όπως η παραλλαγή Β.1.351 (ή βήτα) που αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στη Νότια Αφρική και η παραλλαγή Ρ.1 (ή γάμμα) που εντοπίστηκαν για πρώτη φορά στη Βραζιλία, έχουν in vitro αντίσταση σε πολλά μονοκλωνικά αντισώματα, συμπεριλαμβανομένου του συνδυασμού bamlanivimab συν etesevimab. Συνεπώς, ο εμβολιασμός παραμένει ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την πρόληψη των σοβαρών επιπλοκών της COVID-19 ακόμα και από τις παραλλαγές του ιού. 


Μοτίβα κατανάλωσης φαρμακευτικών ουσιών κατά το πρώτο κύμα της COVID-19 στην Αθήνα μέσα από την ανάλυση λυμάτων
Με αφορμή την εν εξελίξει πανδημία που οφείλεται στον SARS-CoV-2, μια διεπιστημονική ομάδα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), υπό την καθοδήγηση του Καθηγητή Αναλυτικής Χημείας Νικόλαου Θωμαΐδη, προέβη στη μελέτη της κατανάλωσης πληθώρας φαρμακευτικών ουσιών όπως αποτυπώθηκε στα λύματα, κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας (Μάρτιος 2020). 

Το άρθρο έχει τίτλο «Patterns of pharmaceuticals use during the first wave of COVID-19 pandemic in Athens, Greece as revealed by wastewater-based epidemiology» με συγγραφείς τους Αικατερίνη Γαλάνη, Νικηφόρο Αλυγιζάκη, Reza Aalizadeh, Ευστάθιο Καστρίτη, Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ) και Νικόλαο Θωμαΐδη, και παρουσιάζει το πώς διαμορφώθηκε η κατανάλωση φαρμακευτικών ουσιών που έχουν άμεση συσχέτιση με την COVID-19, όπως τα αντιβιοτικά, τα αντιικά, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τα αναλγητικά αλλά και πλήθος άλλων φαρμακευτικών ουσιών και τα ευρήματα συγκρίθηκαν με εκείνα που προέκυψαν την ίδια περίοδο το 2019 κάτω από κανονικές συνθήκες. 

Η συγκεκριμένη έρευνα δημοσιεύτηκε στο διεθνούς φήμης και μεγάλης απήχησης περιοδικό Science of The Total Environment (Συντελεστής Απήχησης - Impact Factor 7.96) και παρέχει εξαιρετικά σημαντικές επιδημιολογικές πληροφορίες σε μια περίοδο που δεν υπήρχαν εμβόλια και αποτελεσματική θεραπεία κατά της νόσου. Αφορμή αποτέλεσε η ετήσια παρακολούθηση της κατανάλωσης πληθώρας ουσιών σε αστικά λύματα από το Κέντρο Επεξεργασίας Λυμάτων (ΚΕΛ) της Ψυττάλειας, που πραγματοποιείται από το Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας του ΕΚΠΑ εδώ και πάνω από 10 χρόνια.

Την παρούσα περίοδο υγειονομικής κρίσης, είναι έκδηλη η ανάγκη παρακολούθησης του αντίκτυπου της πανδημίας στη σωματική αλλά και ψυχική υγεία του πληθυσμού. Η έρευνα που δημοσιεύτηκε, αναφέρει πως η χρήση αντιικών φαρμάκων κατά το πρώτο lockdown αυξήθηκε κατά 170%, με την ουσία υδροξυχλωροκίνη να εκτοξεύεται σε πρωτοφανή επίπεδα σημειώνοντας 387% αύξηση. Επιπλέον οι προσπάθειες των γιατρών να βρουν αποτελεσματική θεραπεία κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, που ελάχιστα ήταν γνωστά για την καταπολέμηση της νόσου, συνοψίζεται και στην αύξηση της χρήσης αντιβιοτικών ουσιών (57%) αλλά και στην ταυτοποίηση αντιικών και αντιβιοτικών ουσιών το 2020 που δεν ανιχνεύονταν στα λύματα μέχρι το 2019. 
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η αύξηση στη χρήση της παρακεταμόλης κατά 198%. Τα ευρήματα της έρευνας, όπως προκύπτουν από την Επιδημιολογία Λυμάτων, αντικατοπτρίζουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο που επηρέασε η υγειονομική κρίση τη σωματική υγεία του πληθυσμού της Αττικής και παρέχει εξαιρετική πληροφόρηση και προσφορά στην επιστημονική κοινότητα.


Συσχέτιση μεταξύ του εμβολιασμού με το εμβόλιο BNT162b2 και της επίπτωσης της λοίμωξης COVID-19 σε έγκυες γυναίκες
Δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα της αποτελεσματικότητας του εμβολίου ΒΝΤ162b2 της εταιρείας Pfizer σε έγκυες γυναίκες, καθώς είχαν εξαιρεθεί από μελέτες φάσης 3. Έτσι σχεδιάστηκε μία αναδρομική μελέτη  στο Ισραήλ όπου μελετήθηκαν έγκυες γυναίκες που έλαβαν την πρώτη δόση του εμβολίου από το Δεκέμβριο του 2020 έως και τον Φεβρουάριο του 2021 και συγκρίθηκαν μία προς μία με άλλες έγκυες γυναίκες που δεν είχαν εμβολιαστεί. Οι δύο ομάδες ήταν συγκρίσιμες σχετικά με την ηλικία, την εβδομάδα κύησης και την κατάσταση εμβολιασμού τους για τη γρίπη. 

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ)  συνοψίζουν τα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο διεθνές περιοδικό JAMA. 

Η μελέτη συμπεριέλαβε 7530 εμβολιασμένες και 7530 μη εμβολιασμένες γυναίκες, από τις οποίες το 46% βρισκόταν στο δεύτερο τρίμηνο κύησης και 33% στο τρίτο τρίμηνο κύησης, με μέση ηλικία τα 31,1 έτη. 
Περιγράφηκαν 118 SARS-CoV-2 λοιμώξεις στην ομάδα που είχε εμβολιαστεί και 202 στην ομάδα ελέγχου. Από τις γυναίκες αυτές, οι 88 από τις 105 γυναίκες (83,8%) ήταν συμπτωματικές στην πρώτη ομάδα, και 149 από τις 179 (83,2%) στη δεύτερη ομάδα. Στο διάστημα παρακολούθησης 28 έως και 70 ημερών μετά τον εμβολιασμό, περιγράφηκαν 10 λοιμώξεις στην εμβολιασμένη ομάδα γυναικών και 46 στις μη εμβολιασμένες γυναίκες.  Ο κίνδυνος της λοίμωξης ήταν 0,33% έναντι 1,64%. Ανεπιθύμητες ενέργειες από το εμβόλιο περιγράφηκαν από 68 γυναίκες, χωρίς καμία να θεωρηθεί σοβαρή. Πιο συχνά περιγράφηκαν συμπτώματα όπως η κεφαλαλγία, αδυναμία-καταβολή, γενικευμένα σωματικά άλγη και γαστρεντερικές ενοχλήσεις. Η απόλυτη διαφορά του κινδύνου λοίμωξης για τις μη εμβολιασμένες σε σχέση με τις εμβολιασμένες  ήταν 1,31%,  με ένα προσαρμοσμένο σχετικό κίνδυνο λοίμωξης 0,22. 

Συνεπώς, οι εμβολιασμένες γυναίκες είχαν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο να νοσήσουν με COVID-19, και σε αυτή τη μελέτη είχαν ένα ασφαλές προφίλ τοξικότητας. 

 

 



 

 

 

 

 

 

 Επιστροφή  Κορυφή σελίδας

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η με οποιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της εφημερίδας, χωρίς την γραπτή άδεια του εκδότη. Κάθε δημόσια αναφορά στο περιεχόμενο της συνεπάγεται και αναφορά του ονόματός της, όπως η δημοσιογραφική δεοντολογία επιτάσσει.

 

 

[Αρχική σελίδα]  [Αγορά Εργασίας]  [Επιχειρηματικότητα]  [Προσλήψεις στο Δημόσιο]  [Εκπαίδευση]  [Σεμινάρια]  [Νομοθεσία]  [Βιβλία]
Διεύθυνση: Λ. Ριανκούρ 73, 11524 Αθήνα, email: info@proslipsis.gr , Τηλ: 6949244434
©  2004-2021  proslipsis.gr, All rights reserved