ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER ΤΗΣ PROSLIPSIS.GR
Μάθετε πρώτοι τα νέα ...

  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
 

 
Βάλτε Αγγελία      Δείτε Αγγελίες      Newsletters       
  Επικοινωνία     
 
 
 
 
 
 
 
 



 
  Επικαιρότητα Επιστροφή    
ΕΡΕΥΝΑ: Αγχωμένοι και ανασφαλείς οι νέοι μας (28/5)
 


Αθήνα 28.5.2005
Ανασφαλείς, αγχωμένοι και γενικώς απαισιόδοξοι, αναγάγουν σε υπ' αριθμό ένα πρόβλημα την ανεργία και προσβλέπουν επαγγελματικά στο Δημόσιο, προσδοκούν το χρήμα, δυσπιστούν απέναντι στους θεσμούς, "ασπάζονται" την οικογένεια (μένουν με τους γονείς τους), στρέφονται προς τον συντηρητισμό και αναφωνούν: χάλια η Ελλάδα, ευτυχώς που είμαι Έλληνας.

Με ένα λόγο, οι νέοι μας δεν αισθάνονται καθόλου καλά τελευταία (μήπως αισθάνονται οι μεγαλύτεροι;). Νοιώθουν έντονα πιεστική την καθημερινότητα, εντελώς αβέβαιο το μέλλον και αγωνιούν...
  
Την εικόνα αυτή συνθέτει πανελλαδική έρευνα του Πανεπιστημιού Αθηνών, που έγινε μεταξύ των ηλικιών 15 - 29 ετών για λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς.  

Μέσα από την έρευνα, το πλήρες κείμενο της οποίας παρουσιάζεται στο επισυναπτόμενο αρχείο, αναδύονται πολλά κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά της σημερινής νεολαίας, αλλά και οι προβληματισμοί της, οι επιδιώξεις της και η εν γένει στάση της απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα. 

Την έρευνα διεξήγαγε το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών και η εταιρεία δημοσκοπήσεων "ALCO", με χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Νεολαία».
Κάλυψε το σύνολο της ελληνικής επικράτειας και το μέγεθος του δείγματος ανήλθε σε 1.600 άτομα, που επιμερίζονται στις ηλικιακές κατηγορίες: 15-17, 18-24 και 25-29 ετών. 

Τα κυριώτερα συμπεράσματά της, είναι τα εξής:

Ζουν στις αστικές περιοχές με τους γονείς τους και είναι ανύπαντροι
Η μεγάλη πλειονότητα των νέων διαμένουν σε αστικές περιοχές (73.1%) με προεξάρχουσα την περιφέρεια της πρωτεύουσας, και χαρακτηρίζεται από τη σαφή υπεροχή του μέσου μορφωτικού επιπέδου (66.3%). Προέκυψε επίσης ότι οι περισσότεροι νέοι ζουν με τους γονείς τους (68.0%) και είναι, βεβαίως, ανύπαντροι (86.7%). Στην κατηγορία αυτή (όσων δηλαδή διαμένουν με τους γονείς τους) ανήκει πάντως και το 30% των παντρεμένων, πράγμα που σημαίνει ότι ο οικογενειακός θεσμός στη χώρα μας εξακολουθεί να επιτελεί σημαντικές λειτουργίες, ακόμα και όταν οι νέοι προχωρούν στη δημιουργία δικής τους οικογένειας.

Οι μισοί δουλεύουν και οι άλλοι μισοί σπουδάζουν
Ως προς την απασχόληση, οι νέοι στην Ελλάδα σήμερα μέχρι 29 ετών είναι σχεδόν κατά το ήμισυ ενταγμένοι αφενός μεν στην εκπαιδευτική διαδικασία (μαθητές, φοιτητές κ.λπ.), αφετέρου δε στην παραγωγική διαδικασία. Το ποσοστό των ανέργων είναι περίπου ίδιο με το επίσημο ύψος της ανεργίας στην Ελλάδα. Τέλος, ένα μικρό ακόμα ποσοστό (4%), που αφορά πρωτίστως τις γυναίκες, δηλώνει ως απασχόληση τα οικιακά.

Υιοθετούν τις νέες τεχνολογίες
Στη χρήση νέων τεχνολογιών εκτός της κινητής τηλεφωνίας, της οποίας η διείσδυση είναι γενικευμένη και ισομερώς κατανεμημένη, παρατηρείται μια συστηματική υπεροχή του κέντρου έναντι της περιφέρειας και των πλέον μορφωμένων έναντι των λιγότερο μορφωμένων.

Από την άποψη της εξοικείωσης με την σύγχρονη τεχνολογία, παρατηρείται πως ηλεκτρονικό υπολογιστή χρησιμοποιεί ένα σημαντικό 62.5% και πρόσβαση στο διαδίκτυο δηλώνει πως έχει το 47.8% των νέων. Όπως όμως προκύπτει από τον λόγο των ερωτώμενων, παρά την τεράστια εξάπλωση της, η σχέση με την τεχνολογία μοιάζει σαν μια σχέση εξάρτησης και αποξένωσης από την προσωπική επαφή. Επικρίνεται, αλλά κανείς δεν μπορεί να της ξεφύγει. Όλοι σχεδόν διαθέτουν κινητά τηλέφωνα – υπολογιστές κ.λπ. –, και τα χρησιμοποιούν και –ταυτοχρόνως– όλοι περίπου τα κατακρίνουν.

Mε κριτική ματιά απέναντι σε TV και ΜΜΕ
Η τηλεόραση είναι ένα μαζικό μέσο επικοινωνίας που καταλαμβάνει σημαντικό μέρος του ελεύθερου χρόνου των νέων. Το 78.2% των ερωτώμενων στην έρευνά μας βλέπει καθημερινά τηλεόραση έως τρεις ώρες. Σχεδόν 13%, ποσοστό όχι αμελητέο, παρακολουθεί από τέσσερις έως πέντε ώρες και από πέντε ώρες και πάνω παρακολουθεί το 9% περίπου.

Πάντως, οι πλέον μορφωμένοι νέοι παρακολουθούν λιγότερο τηλεόραση από ό,τι οι λιγότερο μορφωμένοι. Η αντίστροφη εικόνα εμφανίζεται όταν εξετάζουμε την περίπτωση των εφημερίδων, από τις οποίες ενημερώνονται με συγκριτικά μεγαλύτερη συχνότητα νέοι μεγαλύτερης ηλικίας και υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου.

Ανεξαρτήτως πάντως των επιμέρους τιμών της τηλεθέασης, το ίδιο το μέσο δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστο στα μάτια της νέας γενιάς, και αυτό προκύπτει τόσο από την δειγματοληπτική έρευνα όσο και από τις ημι-δομημένες συνεντεύξεις. Πιο συγκεκριμένα, από τις συνεντεύξεις αυτές προέκυψε ότι η αξιοπιστία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης είναι γενικά πολύ χαμηλή. Βασικός παράγοντας της αναξιοπιστίας αυτής είναι κυρίως το γνωστό θέμα της «διαπλοκής»: Τα ΜΜΕ γίνονται αντιληπτά ως «εργαλείο» ικανοποίησης συμφερόντων (κυρίως οικονομικών), ενώ είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι σε γενικές γραμμές η αναξιοπιστία είναι κάτι που προσάπτεται σε όλα τα Μέσα, ανεξάρτητα από το είδος τους. Εντονότερη πάντως κριτική ασκείται στην τηλεόραση, στην οποία εκτός από αναξιοπιστία προσάπτεται και μία γενικότερη προσπάθεια αποπροσανατολισμού από σημαντικά ζητήματα και κατασκευής μιας ψευδούς πραγματικότητας μέσα από την ύπαρξη πληθώρας εκπομπών «κουτσομπολιού» αλλά και «reality shows». Στο σημείο αυτό ο λόγος των συμμετεχόντων παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα αντίφαση. Εκ πρώτης, οι νέοι φαίνονται να πλησιάζουν ένα σημείο κορεσμού από την έκθεσή τους στα αναξιόπιστα «σκουπίδια» των μέσων. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο ανάγνωσης όμως, τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες που χρησιμοποιούν για να πλαισιώσουν και να τεκμηριώσουν το απαξιωτικό επιχείρημά τους, δείχνει πως χρησιμοποιούν τα μέσα αρκετά συχνά και συστηματικά, ώστε να γνωρίζουν πολύ καλά τα περιεχόμενά τους. Φαίνεται πως ο κριτικός λόγος που ακούγεται για τα μέσα παρακινεί τους νέους να τηρήσουν μια «πολιτικώς ορθή» στάση, επικρίνοντάς τα. Αλλά συγχρόνως οι ίδιοι καταφεύγουν αρκετά συχνά σε αυτά για να «ελαφρύνουν» τη διάθεσή τους ή να «ξεχαστούν» από τις δυσκολίες της καθημερινότητας.

Αγχωμένοι και ανασφαλείς
Τα πράγματα γίνονται περισσότερο ενδιαφέροντα όταν περνά κανείς από τα γενικά αυτά δημογραφικά χαρακτηριστικά στις βιωμένες συνθήκες ζωής της νεολαίας. Σχεδόν όλοι ανεξαιρέτως οι ερωτώμενοι (ιδίως όμως οι μαθητές) περιέγραψαν μια απαιτητική καθημερινότητα, φορτωμένη σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό από υποχρεώσεις, καθήκοντα και ρόλους στους οποίους οφείλουν να ανταποκριθούν, η οποία όμως απαλύνεται από τα –έστω και ελάχιστα– διαλείμματα συνεύρεσης με τους φίλους. Παρατηρείται εδώ ένας διχασμός ανάμεσα στις έξωθεν απαιτήσεις και τις οικείες ανάγκες, και οι νέοι μοιάζουν να είναι τρόπον τινά «καταδικασμένοι» να διαπραγματεύονται συνεχώς αυτή την αντίθεση, κυριαρχούμενοι συχνά από αισθήματα αλλοτρίωσης και αποξένωσης.
Η διαλεκτική αυτή ανάμεσα σε καθήκοντα/υποχρεώσεις και επιθυμίες, προκλήσεις και ευκαιρίες, αδιέξοδα και διεξόδους, χαρακτηρίζει την εμπειρία της νέας γενιάς.

Όπως προκύπτει συνδυαστικά από τα ευρήματα της έρευνας, η ελληνική νεολαία συλλαμβάνει τον κόσμο γύρω της και ερμηνεύει την εμπειρία της μέσα σε αυτόν υπό το πρίσμα της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας, που δικαιώνει τον χαρακτηρισμό της από προγενέστερες έρευνες της ΓΓΝΓ ως «αγχωμένης γενιάς».

Γενικώς απαισιόδοξοι
Εκείνο που έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία είναι ότι σε ορισμένες επιμέρους απαντήσεις στα ερωτήματα της κλίμακας οι ερωτώμενοι αποτυπώνουν ένα έλλειμμα ελπίδας που συνδέεται με μια μάλλον απαισιόδοξη διάθεση για το μέλλον. Σχετικώς αξιόλογα ποσοστά του δείγματος (από 17.8% έως 27.3%), παρουσιάζουν σταθερότητα στην απαισιοδοξία, πιστεύουν ότι συστηματικά χάνουν τις ευκαιρίες στη ζωή και δεν περιμένουν να επιτύχουν αυτά που θέλουν, ενώ περίπου το ένα τρίτο των νέων δεν αισθάνονται ιδιαίτερα τυχερο.

Ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του μέλλοντος, που περιλαμβάνει όχι μόνον ζητήματα αισιοδοξίας, αλλά και την αίσθηση της ικανότητας να το ελέγξουν και να το δημιουργήσουν, τα αποτελέσματα είναι μάλλον ανησυχητικά, καθώς οι μισοί σχεδόν από τους νέους και νέες της χώρας βλέπουν το μέλλον ασαφές και αβέβαιο. Τα παραπάνω ποσοστά είναι υψηλά και φανερώνουν ότι σε αξιοσημείωτο ποσοστό η ελληνική νεολαία δεν μπορεί να διαμορφώσει μια θετική αίσθηση του μέλλοντός της, δεν έχει σαφή εικόνα, ή δεν «προφταίνει» να τη δημιουργήσει.

Η ανεργία nuber one πρόβλημα
Η έρευνα διερεύνησε με ποικίλους τρόπους την αιτιολογία αυτής της γενικής εικόνας. Κατ αρχάς, μεγάλο ειδικό βάρος κατέχει στη διερεύνηση αυτή η καταγραφή της δημόσιας και προσωπικής θεματολογίας, τα ζητήματα, δηλαδή, που οι νέοι προσλαμβάνουν ως τα σοβαρότερα που αντιμετωπίζει η χώρα σήμερα, καθώς και εκείνα τα οποία οι ίδιοι αντιμετωπίζουν. Συγκεκριμένα, εκείνο που προκύπτει από τις απαντήσεις των νέων ως σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η ανεργία, η οποία και συγκεντρώνει 49.4% των απαντήσεων, ενώ ακολουθούν σε μεγάλη απόσταση η οικονομία γενικά (15.4%), τα ναρκωτικά (6.1%), η ακρίβεια (3.6%), η φτώχεια και η εγκληματικότητα (αμφότερες καταγράφοντας 3.3%), η διαφθορά (3.0%), η παιδεία (2.6%), οι οικονομικοί μετανάστες και η αποξένωση (2.1% και 0.8% αντίστοιχα).

Αναφορικά, τώρα, με το σημαντικότερο προσωπικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι νέοι, προέκυψε μια διφορούμενη κατάσταση: Από τη μια μεριά, τα οικονομικο-επαγγελματικά προβλήματα δεσπόζουν και πάλι, με τα οικονομικά/προσωπικά προβλήματα να συγκεντρώνουν 23.1%, την ανεργία 15.0%, την επαγγελματική αποκατάσταση 6.6% και την ακρίβεια 4.8%.

Πάντως, το βασικό θέμα που απασχολεί, προβληματίζει και φοβίζει τους νέους σε όλες τις ηλικιακές ομάδες είναι η εκπλήρωση των επαγγελματικών στόχων, η εξασφάλιση δουλειάς. Ειδικά δε για τους ερωτώμενους των μικρότερων ηλικιακών κατηγοριών, οι οποίοι βρίσκονται ακόμη σε στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας (σχολείο, Ανώτερες ή Ανώτατες Σχολές), η «είσοδος στο Πανεπιστήμιο» και το «πτυχίο» αποτελούν τους κυριότερους στόχους, και συνεπώς ανακύπτουν ως τα σημεία εκείνα στα οποία συγκεντρώνονται όλες οι επενδύσεις του νέου ανθρώπου για το μέλλον του και την εργασιακή του εξέλιξη.

Tο χρήμα πρώτη προσδοκία
Στο ίδιο πλαίσιο, το ερευνητικό πρόγραμμα επιδίωξε επίσης την καταγραφή των προσδοκιών των νέων από το επάγγελμά τους. Στην πρώτη θέση των απαντήσεων συναντούμε το χρήμα (38.9%), πράγμα εξάλλου αναμενόμενο σε μια οικονομία της αγοράς και σε εποχή υψηλής ανεργίας, ιδίως ανάμεσα στους νέους.
Ακολουθεί η ασφάλεια (25.3%), που δικαιολογεί την προτίμηση πολλών νέων για εργασία στον δημόσιο τομέα και επίσης αντανακλά ψυχολογικά το φάσμα της ανεργίας.

Διέξοδος το Δημόσιο
Το εργασιακό περιβάλλον γίνεται αντιληπτό ως απόλυτα ανταγωνιστικό και οποιαδήποτε χαλάρωση από το στόχο της επαγγελματικής εξασφάλισης και καταξίωσης, είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ανεργία. Επομένως, η ανάγκη για επαγγελματική «τακτοποίηση» δεν είναι τόσο μια εγγενής και πραγματικά θεληματική, όσο μια αντίδραση στην εργασιακή ανασφάλεια, που επικρατεί στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να κινηθεί ο νέος στην Ελλάδα σήμερα. Έτσι λοιπόν, παρατηρούμε με βάση έναν σχετικό αριθμό απαντήσεων των μικρότερης ηλικίας συμμετεχόντων στην έρευνα, ότι οι επαγγελματικές επιλογές και οι προσανατολισμοί, όντας επηρεασμένοι από το κλίμα της ανασφάλειας, στρέφονται περισσότερο προς την αναζήτηση ασφαλών, μόνιμων, σταθερών και διαρκών εργασιακών δομών – ακόμη και αν αυτές έχουν τη μορφή της «άκαμπτης» ιεραρχίας των Ενόπλων Δυνάμεων ή των Σωμάτων Ασφαλείας.

"Καθαρή" αξία η οικογένεια
Η οικογένεια προβάλλεται ως η πλέον σημαντική αξία, σχεδόν απόλυτη και απρόσβλητη. Αποτελεί δε ένα είδος «βασικού καταφυγίου» για το νέο άτομο. Ειδικότερα, σε μια 10-βάθμια κλίμακα, η οικογένεια αξιολογείται με 9.4, ο έρωτας με 8.9, η φιλία και η γνώση με 8.8, το χρήμα με 7.9, η καριέρα με 8.3, η διασκέδαση με 8.2, και η θρησκεία με 7.8. Ομοίως, αυτό που συναντά κανείς συνεχώς στις συνεντεύξεις είναι η ασφάλεια και η στήριξη -οικονομική και συναισθηματική- που παρέχει η οικογένεια («θα είναι δίπλα μου»), αν και δεν γνωρίζουμε επαρκώς τι συμβαίνει στην καθημερινότητα με τους γονείς (η οικογένεια μπορεί να στηρίζει, αλλά ταυτοχρόνως και να πιέζει).

Υψηλή αξία και οι φίλοι
Αυτή η γενικά θετική εικόνα που αποτυπώνεται αναφορικά με την οικογένεια επεκτείνεται και στις διαπροσωπικές σχέσεις, στις οποίες η κοινωνική στήριξη λειτουργεί ακόμη ικανοποιητικά. Βέβαια, ένα μεγάλο ποσοστό των νέων δηλώνουν ότι συχνά νιώθουν μόνοι και ότι θα ήθελαν να είχαν περισσότερους φίλους (39.2% και 37.2% αντιστοίχως).

Ωστόσο, ακόμα και εκείνοι που δηλώνουν πως τους είναι δύσκολο να αποκτήσουν φίλους ή θα ήθελαν να είχαν περισσότερους δηλώνουν πως διαθέτουν κάποιον με τον οποίον είναι σε θέση να συζητήσουν τα προσωπικά τους προβλήματα. Η εικόνα αυτή ενισχύεται από σχόλια που έγιναν στο πλαίσιο των συνεντεύξεων βάθους. Όταν δηλώνουν τις απόψεις τους, οι νέοι μοιάζουν να παρασύρονται από τη λαϊκή φιλολογία περί αποξένωσης και υποκύπτουν σε τετριμμένες γκρίνιες, αλλά όταν περιγράφουν την καθημερινότητά τους η πραγματική τους εμπειρία φαίνεται πολύ διαφορετική. Η επικοινωνία με το φιλικό περιβάλλον φαίνεται να βρίσκεται σε ένα σχετικά καλό επίπεδο. Για τους νέους, η φιλία – έστω κι αν δεν εμφανίζεται να έχει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος – παραμένει αξία υψηλής προτεραιότητας και αξιολόγησης. Αυτό εξάλλου προκύπτει και από την ιεράρχηση των κοινωνικών αξιών από μέρους της ελληνικής νεολαίας, όπου η φιλία, μαζί με τον έρωτα, τοποθετείται πολύ υψηλά.

Δυσπιστία απέναντι σε θεσμούς
Η νέα γενιά στην Ελλάδα σήμερα είναι εξαιρετικά δύσπιστη και επιφυλακτική έναντι της δημόσιας σφαίρας και του γενικευμένου κοινωνικού ¶λλου. Υπό την έννοια αυτή μπορεί κανείς να μιλήσει για μια υποκειμενική εικόνα παρακμής της συλλογικότητας και για την κυριαρχία ατομοκεντρικών επιλογών, που νομιμοποιούνται από μια διάχυτη αίσθηση πως πέρα από τον πρώτο, στενό κύκλο της οικογένειας και τον δεύτερο κύκλο του φιλικού περιβάλλοντος, μοιάζει να μην υπάρχει καμία απολύτως δυνατότητα υποστήριξης και αναζήτησης ερεισμάτων.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δυσπιστίας και επιφυλακτικότητας είναι αναμενόμενη και η έκφραση δυσπιστίας απέναντι σε συγκεκριμένους θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας. Στην κλίμακα εμπιστοσύνης με άριστα το «10» οι νέοι περιβάλλουν με αρκετή εμπιστοσύνη κοινωνικούς θεσμούς με συνολική-ενοποιητική αναφορά, ενώ απέναντι σε πολιτικούς θεσμούς με χωριστική-επιμεριστική λειτουργία (όπως λ.χ. τα κόμματα και τα συνδικάτα) επιδεικνύουν αρκετή δυσπιστία. Αναλυτικά, η εμπιστοσύνη στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Κωστή Στεφανόπουλο) αποτιμάται με 6.7, στην εκκλησία με 6.6, στην ανώτατη εκπαίδευση με 6.4, στο ραδιόφωνο με 6.2, στη δικαιοσύνη και το στρατό με 6.2, στην μέση εκπαίδευση με 5.9, στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 5.7, στην αστυνομία με 5.6, στην τοπική αυτοδιοίκηση με 5.4, και στην τηλεόραση με 5.2. Ακολουθούν κυβέρνηση, βουλή και συνδικάτα (και τα τρία με 4.5), δημόσια διοίκηση (4.4), και, στην τελευταία θέση τα πολιτικά κόμματα (4.0). Το χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης απέναντι στους πολιτικούς κυρίως θεσμούς δεν μπορεί να αποσυσχετιστεί από τη διάχυτη και δεσπόζουσα εκπεφρασμένη άποψη των νέων ότι υπάρχει διαφθορά στη δημόσια ζωή και την ελληνική κοινωνία, έχει δε καταγραφεί και ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.

Αποστασιοποίηση από την εκκλησία
Πέραν αυτών, όταν προχωρά κανείς σε ενδελεχέστερη διερεύνηση, ακόμα και θεσμοί που συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης, αποκαλύπτουν μια διαφορετική εικόνα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της θρησκευτικής πίστης και της θρησκευτικότητας. Οι περισσότεροι νέοι στην Ελλάδα σήμερα ( 59.3%), εκτός από τις τυπικές κοινωνικές υποχρεώσεις (γάμοι, κηδείες κ.λπ.), εκκλησιάζονται μόνο στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Όμως είναι γνωστό ότι –στο Ορθόδοξο πλαίσιο– η συχνότητα εκκλησιασμού δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο θρησκευτικότητας.

Από την άλλη, ένα αξιοσημείωτο ποσοστό (25%) δηλώνει ότι πηγαίνει στην εκκλησία τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Ο συστηματικός εκκλησιασμός δεν είναι συνηθισμένη πρακτική ανάμεσα στους νέους, μολονότι μπορεί να τηρούνται άλλες θρησκευτικές πρακτικές, όπως η νηστεία. Σχεδόν όλοι δήλωσαν ότι δεν εκκλησιάζονται τακτικά, παρά μόνο σε συγκεκριμένες ευκαιρίες (κυρίως Χριστούγεννα και Πάσχα) και αυτό κυρίως για λόγους «κοινωνικής συνήθειας» και όχι τόσο για λόγους πιστής και συνεπούς τήρησης μιας θρησκευτικής πρακτικής, την οποία ενστερνίζονται σε προσωπικό επίπεδο. Εντός αυτού του γενικού πλαισίου, παρατηρούνται ορισμένες διαφοροποιήσεις: α) οι νέες γυναίκες εκκλησιάζονται συχνότερα από τους νέους άνδρες, β) οι δύο μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες (18-24 και 25-29) εκκλησιάζονται λιγότερο από όσο η μικρότερη (15 - 17), γ) όσοι προέρχονται από αγροτικές περιοχές εκκλησιάζονται συχνότερα από εκείνους των αστικών, και δ) αυτοί/ές που διαμένουν με τους γονείς τους επισκέπτονται συχνότερα την εκκλησία σε σύγκριση με εκείνους που μένουν μόνοι/ες.

Παρατηρείται λοιπόν μια ιδιαίτερα σύνθετη εικόνα. Ενώ η εμπιστοσύνη στην εκκλησία ως θεσμό εμφανίζεται αρκετά υψηλή –με την μέτρηση όμως να έχει λάβει χώρα πριν τα πρόσφατα σκάνδαλα– ο εκκλησιασμός ως πρακτική συγκεντρώνει μάλλον χαμηλή συχνότητα. Για το σχηματισμό μιας πληρέστερης εικόνας, επιχειρήθηκε στην έρευνα αυτή να ελεγχθεί επιπλέον η πίστη των Ελλήνων νέων σε ένα κεντρικό σημείο αναφοράς του Χριστιανισμού εν γένει, την ανάσταση των νεκρών: σχεδόν το ήμισυ (44%), αλλά πάντως η πλειοψηφία, φαίνεται να μην πιστεύει σε αυτό το βασικό αξίωμα της Ορθοδοξίας.

Σε γενικές γραμμές η σχέση με τη θρησκεία φαίνεται να έχει μια κάπως αποστασιοποιημένη μορφή για τους νέους και να αποτελεί μια «προσωπική υπόθεση» που δεν υπακούει αναγκαστικά στην κυρίαρχη εκκλησιαστική διδασκαλία. Αρνητικά σχόλια και δυσπιστία εκφράζονται σχεδόν από μεγάλο αριθμό ερωτώμενων ως προς το εκκλησιαστικό κατεστημένο αλλά και τις δεδομένες θρησκευτικές πρακτικές.

Δυσπιστία για πολιτική και πολιτικούς
Εκεί που κυριαρχεί καταλυτικά μια εικόνα διάχυτης δυσπιστίας είναι αναφορικά με την πολιτική και τους πολιτικούς. Είναι αλήθεια πως η δυσπιστία έναντι του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών αποτελεί μια σταθερά που σηματοδοτεί πλέον τη θέση των νέων έναντι της πολιτικής και της λειτουργίας της στο σύνολο των χωρών της Ευρώπης. Είναι πάντως εντυπωσιακή η διαπίστωση της έρευνας ότι, στις τρεις αρνητικά φορτισμένες ερωτήσεις για τους πολιτικούς, τα πολιτικά κόμματα και τις κυβερνήσεις της χώρας, οι τρεις στους τέσσερις νέους έχουν απόλυτα αρνητική ή μάλλον αρνητική άποψη, με την απόλυτα αρνητική να συγκεντρώνει σταθερά ποσοστά άνω του 50%. Με τη θέση μάλιστα ότι υπάρχει διαφθορά στη δημόσια ζωή συντάσσονται απόλυτα ή σχεδόν απόλυτα περίπου οι εννέα στους δέκα νέους (86.5%).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η πολιτική δυσαρέσκεια αυξάνει αναλογικά με την ηλικία και ότι τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τη γενικότερη δυσπιστία απέναντι στον γενικευμένο κοινωνικό ¶λλο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «δείκτης πολιτικής δυσαρέσκειας» συνδέεται άμεσα με χαμηλές τιμές «κοινωνικού κεφαλαίου».

Στροφή προς το συντηρητισμό
Γενικά, όσον αφορά την πολιτική αυτο-τοποθέτηση των νέων, η πλειονότητα τους (44.1%) τοποθετείται στο κέντρο του άξονα Αριστεράς-Δεξιάς (Πίνακας 6). Έχει ενδιαφέρον παράλληλα να σημειωθεί η τάση των νέων να τοποθετούνται προς τα δεξιά της κλίμακας σε ποσοστά αρκετά υψηλότερα (14.8%) από αυτούς που τοποθετούνται στα αριστερά της (9.9%). Με την παρατήρηση αυτή ενισχύεται η γενικότερη διαπίστωση για σχετική «φιλελευθεροποίηση» ή «συντηρητικοποίηση» των νέων. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον έχει και η επιβεβαίωση μιας προϋπάρχουσας τάσης απόρριψης του άξονα Αριστεράς-Δεξιάς από σημαντικό κομμάτι της νεολαίας (15,8%), που παρατηρείται με μεγάλη συχνότητα στις έρευνες της τελευταίας δεκαετίας.

Συμφωνούν για τη διαφθορά
Ειδικότερα, στο θέμα της διαφθοράς φαίνεται ότι υπάρχει και μεγάλος βαθμός σύγκλισης των απόψεων των νέων ανεξάρτητα από την αυτο-τοποθέτησή τους στην κλίμακα Αριστεράς-Δεξιάς.

Σύμφωνα με όλες αυτές τις παρατηρήσεις και διαπιστώσεις φαίνεται ότι, όπως και σε άλλες έρευνες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, οι νέοι αμφισβητούν σε μεγάλο βαθμό τους μηχανισμούς, τους διαύλους και την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Όλο και περισσότεροι νέοι αντιλαμβάνονται τόσο τα υποκείμενα της πολιτικής (πολιτικούς, κόμματα, κυβερνήσεις) όσο και τον τρόπο λειτουργίας τους ως ανίκανα/ους να ανταποκριθούν κατά θετικό τρόπο στις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους και να προσφέρουν αποτελεσματικές διεξόδους στα προβλήματα τους. Διαφάνηκε εξάλλου σαφώς και από τις συνεντεύξεις βάθους ότι η προσωπική ενασχόληση με την πολιτική αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση ως «ματαιοπονία» και σίγουρα ως «χαμένος χρόνος». Οι ίδιοι δε οι πολιτικοί βρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία με τη συγκεκριμένη άποψη των νέων περί πολιτικής. Αντιμετωπίζονται ως τα πρόσωπα τα οποία ενσαρκώνουν και συγκεντρώνουν σε ένα ορατό επίπεδο όλα εκείνα τα αρνητικά στοιχεία της πολιτικής. Το βασικότερο από τα στοιχεία αυτά είναι η πλήρης έλλειψη εμπιστοσύνης και η απόλυτη βεβαιότητα ότι τα κίνητρά τους δεν είναι ούτε αξιολογικά-ιδεολογικά, ούτε προς το κοινό συμφέρον, αλλά κυρίως οικονομικά και προσωπικού χαρακτήρα. Γενικότερα, η αναπαράσταση που έχουν για την «πολιτική» στοιχειοθετείται σε μεγάλο βαθμό από κατηγοριοποιήσεις του τύπου αρνητικά: «ψέμματα», «διαφθορά», «υποσχέσεις», «διαπλοκή», «αναξιοπιστία», «κοροϊδία», «απάτη» κ.λπ.

Εθνικώς ταυτισμένοι
Εντούτοις, πέρα από το στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, υφίσταται ένας συγκεκριμένος αξιακός άξονας συλλογικής ταύτισης που εξακολουθεί να συγκινεί τους νέους. Πρόκειται για την εθνική ταύτιση. Οι νέοι, με ισχυρή πλειοψηφία και διαχρονική σταθερότητα, αισθάνονται πολύ ή αρκετά υπερήφανοι για την ελληνική καταγωγή τους. Σε έρευνα του 1997 για λογαριασμό της ΓΓΝΓ «πολύ υπερήφανοι» δήλωναν ότι είναι το 59.8%. Το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 64.5% το 1999. Στην παρούσα έρευνα (2005) ο βαθμός εθνικής υπερηφάνειας δείχνει να σταθεροποιείται σε αυτά τα πολύ υψηλά επίπεδα (64.3%). Όσον αφορά την θεμελίωση της ταύτισης αυτής (βλ. Πίνακα 7), η συντριπτική πλειοψηφία των νέων – ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, την μόρφωση ή τον τόπο διαμονής –, προτάσσουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ως την πρώτη, μακράν των άλλων, παράμετρο που τους καθιστά υπερήφανους για την εθνική τους συνείδηση. Συγκεκριμένα, το 75.1% των νέων δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ως θεμέλιο της εθνικής τους ταύτισης. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο οι νέοι αισθάνονται ότι είναι υπερήφανοι που είναι Έλληνες είναι η λαϊκή παράδοση.

Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα από τα παραπάνω είναι ότι, τουλάχιστον στο επίπεδο της συνειδητής ιεράρχησης, οι νέοι αποδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε παράγοντες που συνδέονται με παραδοσιακά/ιστορικά στοιχεία συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται εάν λάβουμε υπόψη ότι μόλις το 7.9% των νέων είναι υπερήφανοι που είναι Έλληνες λόγω της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Φαίνεται ότι, ούτε ο ένας στους δέκα νέους δεν αναγνωρίζει στον κεντρικό στρατηγικό στόχο στης χώρας, που είναι η ενσωμάτωση της στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία, πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση του υψηλού εθνικού συναισθήματός τους. Στο σημείο αυτό η στάση της ελληνικής νεολαίας συμβαδίζει με τις σημαντικές αντιστάσεις που συναντά η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συγκεκριμένα, οι νέοι σε ένα μεγάλο ποσοστό απορρίπτουν την ευρωπαϊκή ταυτότητα αφού μόνο ευρωπαίοι αισθάνονται μόλις το 1.9%, ενώ μόνο Έλληνες το 46.3%. Πρώτα Ευρωπαίο και μετά Έλληνα θεωρεί τον εαυτό του το 5.1%, ενώ πρώτα Έλληνας και μετά Ευρωπαίος δηλώνει το 40.3%.

Κυρίαρχη η εθνική ταυτότητα
Η ελληνική εθνική ταυτότητα εμφανίζεται, ως εκ τούτου, κυρίαρχη απέναντι στην ευρωπαϊκή ταυτότητα. Εντούτοις, έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, παρά την ισχυρή εθνική ταυτότητα των νέων στην Ελλάδα, περίπου ο ένας στους δύο (47.3%), με διαφορετική διαβάθμιση, αναγνωρίζει ότι ένα μέρος της ταυτότητάς του είναι ήδη ευρωπαϊκό.

Στην ανά χείρας έρευνα προχωρήσαμε και στην περαιτέρω διερεύνηση της θεμελίωσης αυτής της στάσης απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική. Έτσι, η σχετικά αρνητική θέση των Ελλήνων νέων απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται ότι εξαρτάται λιγότερο από τη δομή και λειτουργία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και περισσότερο από τη σχέση ανισορροπίας που θεωρούν ότι συνδέει τα μεγαλύτερα με τα μικρότερα κράτη στο εσωτερικό της. Καταγράφεται επίσης ως αρνητική παράμετρος ο ρόλος της Ένωσης στις διεθνείς σχέσεις και κυρίως η σύμπλευσή της με τις ΗΠΑ στη διεθνή σκακιέρα.

Σκεπτικισμός για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, ο σκεπτικισμός γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετίζεται και με μια βαθύτερη αμφιθυμία από την οποία διέπονται οι νεοέλληνες όσον αφορά τη σχέση τους με τη «Δύση» και την «Ευρώπη». Από τις συνεντεύξεις βάθους προέκυψε μια διαπόλωση ανάμεσα στις έννοιες «Έλληνας» και «Ευρωπαίος». Πιο συγκεκριμένα, οι νέοι θεωρούν ότι η χώρα στην οποία ζουν, η Ελλάδα, έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σύγχρονου κόσμου. Διαθέτει όμως και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία την καθιστούν διαφορετική από τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο και βέβαια από την Ευρώπη, με την οποία κυρίως συγκρίνεται.

Κυρίαρχο το «μέσον»
Η παντελής έλλειψη οργάνωσης αναγνωρίζεται ως καθολικό χαρακτηριστικό της ελληνικής δημόσιας ζωής. Αυτή η έλλειψη οργάνωσης παράγει με τη σειρά της ισχυρά φαινόμενα γραφειοκρατίας, με αποτέλεσμα η καθημερινότητα να είναι γεμάτη από εμπόδια. Μέσα σε αυτό το αβέβαιο και κάπως χαώδες περιβάλλον το οποίο περιγράφεται, η επαφή με το κράτος και με το δημόσιο δυσχεραίνεται σε αφάνταστο βαθμό, η αξιοκρατία θεωρείται ότι έχει σχεδόν καταλυθεί και η επίτευξη κάθε στόχου απαιτεί το «μέσον».

"Χάλια η Ελλάδα, ευτυχώς που είμαι Έλληνας"
Το μεγαλύτερο τμήμα των ερωτώμενων, αναφερόμενο στα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας και των Ελλήνων, εστίασε αρχικά στα αρνητικά σημεία και όντως τα αξιολόγησε με κριτικό τρόπο. Σχεδόν όλοι όμως, ανέφεραν παράλληλα, ότι τα ίδια αυτά αρνητικά χαρακτηριστικά, ιδωμένα από μία διαφορετική σκοπιά, λειτουργούν πολλές φορές και με ένα θετικό τρόπο δίνοντας στους Έλληνες και την Ελληνική κοινωνία, εκείνα τα διακριτά γνωρίσματα που την κάνουν να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι ερωτώμενοι, αφενός διαπιστώνουν και αναγνωρίζουν τη δυσλειτουργικότητα κάποιων ελληνικών (ιδιοσυγκρασιακών ή/και κοινωνικών) χαρακτηριστικών (π.χ. την έλλειψη οργάνωσης, την απουσία αξιοκρατίας, την παραβίαση κοινωνικών κανόνων), αφετέρου σπεύδουν αμέσως να φορτίζουν και να επενδύουν τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά με θετικό περιεχόμενο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, για παράδειγμα, η «έλλειψη οργάνωσης» αποδίδεται στον «αυθορμητισμό».

Η Ελλάδα λοιπόν, σε σχέση με την Ευρώπη, είναι ένας τόπος δύσκολος, όπου η έλλειψη οργάνωσης, το μέσον, η ζήλια και η ξενομανία επικρατούν, αλλά και ένας τόπος ωραίος που κατοικείται από ανθρώπους αυθόρμητους και «ανυπότακτους» στην εξουσία, οι οποίοι ξέρουν να χαίρονται και να απολαμβάνουν τη ζωή. Αυτή η σχάση ανάμεσα στην (σχεδόν κακή) Ελλάδα ως χώρα και στους (σχεδόν καλούς) κατοίκους της είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αντανακλά, κατά τη γνώμη μας, την αμφιθυμία που βρίσκεται στον πυρήνα τόσο της εθνικής όσο και της ευρωπαϊκής ταυτότητας: «η Ελλάδα είναι χάλια, αλλά εγώ χαίρομαι που είμαι Έλληνας», ως εάν να μπορεί κανείς να είναι Έλληνας (με όλα τα «καλά» του) χωρίς αυτήν ακριβώς την Ελλάδα.

Η αμφιθυμία αυτή αντανακλά ενδεχομένως, τους διαλεκτικά αντιθετικούς πόλους μέσω των οποίων συντίθεται κάθε μορφή ατομικής ταυτότητας, αλλά στην περίπτωσή μας, δηλαδή, στην περίπτωση της σχέσης εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας, η σχάση που δημιουργείται από τις ταυτίσεις και τις διαφοροποιήσεις φαίνεται να συμπυκνώνεται και να εναποτίθεται στο δίπολο Έλληνας-Ευρωπαίος: τα καλά μιας χώρας δεν τα διαθέτει η Ελλάδα, αλλά η «Ευρώπη», όμως τα καλά των ανθρώπων δεν τα διαθέτουν οι Ευρωπαίοι αλλά οι Έλληνες.

Κατά της συλλογικής δράσης
Ένα ακόμη πεδίο όπου αποτυπώνεται η δυσπιστία των νέων και η σχετικά προβληματική σχέση με τον ευρύτερο χώρο της κοινωνικής συμμετοχής, είναι η εμπλοκή με οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των εθελοντικών οργανώσεων. Εδώ, η μεγάλη πλειονότητα των νέων (59.4%) δηλώνει πως δεν συμμετέχει σε κανενός είδους οργάνωση συλλογικής δράσης.

Το εν λόγω ποσοστό είναι συμβατό και με ευρήματα παλαιότερων ερευνών – σε έρευνα της ΓΓΝΓ του 1997 ήταν 58%, ενώ η τελευταία σχετική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (2001) το ανεβάζει στο 63%. Παρουσιάζει επομένως αξιοσημείωτη σταθερότητα. Το ποσοστό αυτό είναι αναμφισβήτητα υψηλό και τοποθετείται στο ένα (αρνητικό) άκρο της συνολικής ευρωπαϊκής εικόνας, όπου ο νεανικός εθελοντισμός ιδίως στο Βορρά είναι πολύ υψηλός.

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο «οι αθλητικοί σύλλογοι παραμένουν τα πιο δημοφιλή κανάλια δραστηριοποίησης των νέων». Αυτό αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, αφού οι αθλητικοί σύλλογοι συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό θετικών απαντήσεων (19.8%) και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από την αμέσως επόμενη κατηγορία που είναι οι πολιτιστικοί σύλλογοι (11.2%). Ακολουθούν οι μαθητικές/φοιτητικές παρατάξεις και τα πολιτικά κόμματα με 9.1%.

Στο μηδέν ο εθελοντισμός
Όσο για τα ποσοστά συμμετοχής σε εθελοντικές οργανώσεις στην Ελλάδα (4.7%), αυτά παραμένουν πάρα πολύ χαμηλά σε σύγκριση με εκείνα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Πάντως, ακόμα και αν η συμμετοχή της νέας γενιάς σε εθελοντικές δραστηριότητες εμφανίζεται ακόμα περιορισμένη, αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα να υφίσταται ένα υποφώσκον δυναμικό για τη μεταβολή αυτής της εικόνας, ένα δυναμικό που με την κατάλληλη ενθάρρυνση θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί, αρκεί βεβαίως να μη περιέλθει σε ηθικολογική φιλανθρωπία. Πόσο μάλλον που στην αναπαράσταση των νέων για τον «εθελοντισμό» δεσπόζουν θετικές κατηγοριοποιήσεις του τύπου «προσφορά», «αγάπη», «βοήθεια», «ανιδιοτέλεια» (χωρίς όμως να λείπουν και αρνητικές όπως π.χ. η «κοροϊδία» και η «εκμετάλλευση»).

Αγνοια για τη «Νέα Γενιά»
Από τη δειγματοληπτική έρευνα προέκυψε ότι μόνον 43.6% των νέων γνωρίζουν την ΓΓΝΓ, ενώ ακόμη λιγότεροι δηλώνουν γνώση επιμέρους δομών και θεσμών που εποπτεύονται από αυτήν. Λίγοι μόνον από τους συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφεραν αυθορμήτως την ΓΓΝΓ ως φορέα που συνδέεται με ζητήματα των νέων. Αρκετοί, ιδιαιτέρως της μικρότερης ηλικίας, δεν την είχαν καν ακούσει. Σε γενικές γραμμές η αναγνωρισιμότητα της ΓΓΝΓ είναι σχετικά έως πολύ χαμηλή. Επίσης, εξαιρετικά χαμηλή είναι και η μέχρι στιγμής χρήση των υπηρεσιών που προσφέρει η ΓΓΝΓ.

Επιπλέον, όταν οι νέοι ερωτήθηκαν για τις προσδοκίες τους από ένα θεσμό δημιουργημένο από την πολιτεία αποκλειστικά για αυτούς, πρωτίστως αντέδρασαν με δυσπιστία. Είτε γιατί πιστεύουν ότι κάποιο άλλο είναι το κίνητρο και όχι η βοήθεια προς αυτούς, είτε γιατί αισθάνονται ότι κανένας ενήλικος πολιτικός δεν μπορεί να καταλάβει ποιες είναι οι πραγματικές τους ανάγκες. Όταν η δυσπιστία αυτή παρακάμπτεται, το βασικό αίτημα που εκφράζεται είναι να μεσολαβήσει η ΓΓΝΓ με τις δράσεις της σε θέματα που έχουν να κάνουν με την εξεύρεση εργασίας και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.

 

 1 αρχεία διαθέσιμα για download 
Το πλήρες κείμενο της έρευνας της ΓΓΝΓ για τη νεολαία (pdf 2,6 mb)

 

 

 



 

 

 

 

 

 

 Επιστροφή  Κορυφή σελίδας

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η με οποιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της εφημερίδας, χωρίς την γραπτή άδεια του εκδότη. Κάθε δημόσια αναφορά στο περιεχόμενο της συνεπάγεται και αναφορά του ονόματός της, όπως η δημοσιογραφική δεοντολογία επιτάσσει.

 

 

[Αρχική σελίδα]  [Αγορά Εργασίας]  [Επιχειρηματικότητα]  [Προσλήψεις στο Δημόσιο]  [Εκπαίδευση]  [Σεμινάρια]  [Νομοθεσία]  [Βιβλία]
Διεύθυνση: Λ. Ριανκούρ 73, 11524 Αθήνα, email: info@proslipsis.gr , Τηλ: 6949244434
©  2004-2021  proslipsis.gr, All rights reserved